1. Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης.
2. Τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως νόμος ορίζει [Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 7].

Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων [άρθρο 10 πργφ. 1 ΕΣΔΑ].

Τους Λαστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
το θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δε θα βρεις,
αν μένει η σκέψη σου υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις
το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει [Καβάφης].
Powered By Blogger

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Δικαίωμα της απεργίας. Όχι απαγόρευση με ασφ. μέτρα.


Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου 258/2012
Δικαστής: Κωνσταντίνος Ρόκος (Πρωτοδίκης)
Δικηγόροι: Νικόλαος Δούναβης, Μιχαήλ Σφακιανάκης
Άρθρα: 22 παρ. 4 Συντ., 19 παρ. 2,21, 22 παρ. 3,30 παρ. 2 Ν. 1264/1982.
Η απεργία είναι δικαίωμα συνταγματικά κατοχυρωμένο, υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς που δεν μπορούν να φθάσουν ως την κατάργηση του.Σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας απαιτείται τετραήμερη προηγούμενη γνωστοποίηση των αιτημάτων και καθορισμός προσωπικού για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας. Δεν επιτρέπεται απαγόρευση της απεργίας με ασφαλιστικά μέτρα. [Από το περιοδικό του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου "ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ", τεύχος 22, σελίδες 6874].

Κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του Σ., οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται. Κατά το άρθρο 23 παρ. 1 τούτου, το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ' αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου. Κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, η απεργία αποτελεί δικαίωμα, ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων. Το δικαίωμα προσφυγής σε απεργία του προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπόκειται στους συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησης του. Ακολούθως, κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Σ., οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από τον νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 2, 20 παρ. 2 και 21 παρ. 1,2,3 και 4 του Ν. 1264/1982, όπως ισχύουν, η κήρυξη της απεργίας των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, μεταξύ των οποίων (επιχειρήσεων) είναι και οι επιχειρήσεις αποχέτευσης και απαγωγής ακαθάρτων υδάτων και λυμάτων και αποκομιδής και εναπόθεσης λυμάτων, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν περάσουν τέσσερις (4) πλήρεις ημέρες από τη γνωστοποίηση των αιτημάτων και των λόγων που τα θεμελιώνουν με έγγραφο που κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή στον εργοδότη ή στους εργοδότες, στο Υπουργείο το οποίο ασκεί τη σχετική εποπτεία και στο Υπουργείο Εργασίας, ενοό κατά τη διάρκεια της απεργίας η συνδικαλιστική οργάνωση που την κηρύσσει έχει υποχρέωση να διαθέτει, αφενός μεν το αναγκαίο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών και ατυχημάτων, αφετέρου δε προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας, το οποίο καθορίζεται με ειδική συμφωνία (κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους του άρθρου 21) μεταξύ της αντιπροσωπευτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης στην επιχείρηση και τη διοίκηση της επιχείρησης. Περαιτέρω, το άρθρο 22 παρ. 3 του ίδιου νόμου ορίζει ότι δεν επιτρέπεται η δικαστική απαγόρευση της απεργίας με ασφαλιστικά μέτρα. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του Ν. 1264/1982 κατά τη διάρκεια απεργίας η συνδικαλιστική οργάνωση που την κηρύσσει έχει υποχρέωση να διαθέτει το αναγκαίο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης για την πρόβλεψη καταστροφών και ατυχημάτων. Απεργία που πραγματοποιείται χωρίς προσφορά του προσωπικού ασφαλείας είναι παράνομη (Γ. Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2η έκδοση, Αθήνα 2007, σελ. 717). Εφ' όσον το προσωπικό ασφαλείας δεν έχει καθοριστεί σε ΣΣΕ ή συμφωνία ή εάν δεν τηρηθεί η διαδικασία της γνωστοποιήσεως του άρθρου 21 παρ. 3 δηλαδή μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του μηνός Ιανουαρίου κάθε έτους και δεδομένου ότι η προθεσμία αυτή δεν είναι αποσβεστική του δικαιώματος αλλά ενδεικτική (βλ. Α. Ντάσιο, Δικ. Εργ. Δ. τ. ΒΠ σελ. 968), η συνδικαλιστική οργάνωση έχει υποχρέωση να διαθέτει στον εργοδότη το αναγκαίο προσωπικό ασφαλείας πριν από την έναρξη κάθε συγκεκριμένης απεργίας (ΕφΑΘ 10599/1987, ΔΕΝ 1988, σελ. 488). Όμως, ως προς το εάν επιτρέπεται η δικαστική απαγόρευση αυτής με οριστική απόφαση, οι απόψεις τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία διίστανται. Ειδικότερα, το κρίσιμο ζήτημα αν επιτρέπεται κατά την προβλεπόμενη από το άρθρο 22 παρ. 4 του ως άνω νόμου (1264/1982) για την επίλυση των διαφορών, που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων του 19-22, διαδικασία των εργατικών διαφορών, να ζητηθεί από το δικαστήριο η διακοπή της απεργίας και η παράλειψη της στο μέλλον στασιάζεται στη θεωρία (υπέρ του καταψηφιστικοΰ αιτήματος βλ. βασικά Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2007, σελ. 843 επ., Παπασταΰρου, Απεργία, 2002, παρ. 164 επ., Καρδάρα, Ε.Εργ.Δ 63, σελ. 1330, κατά βλ. κυρίως Ντάσιου, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, τ. Β/Π, 1984, σελ. 1150 επ., Καζάκου, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2009, σελ. 457 επ., Μουδόπου-λου, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, σελ. 407, Δαβερώνα, Το δικαίωμα της απεργίας σε κρίσιμη καμπή, 2009, σελ. 237 επ., Τραυ-λού-Τζανετάτου, Το τεκμήριο νομιμότητας της απεργίας, Ε.Εργ.Δ 63 (2004), σελ. 1075 επ., ήδη κατά της διακοπής, με αφορμή τα ασφαλιστικά μέτρα, Μπέης, Τα όρια της προσωρινής δικαστικής προστασίας, 1981, σελ. 36 επ.). Ως απολύτως κρατούσα πρέπει να θεωρηθεί η υπέρ του καταψηφιστι-κού αιτήματος άποψη στη νομολογία (βλ. μακροσκελή κατάλογο σχετικών αποφάσεων σε Δαβερώνα, ό.π., σελ. 234, υποσ. 815,για αντίθετες αποφάσεις βλ. Καζάκου,ό.π., σελ. 459, υποσ. 298). Πειστικότερη και σύμφωνη με το Σύνταγμα (άρθρα 23 παρ. 1 και 22 παρ. 4), καθώς και το τεκμήριο νομιμότητας (Ολ.Α.Π 27/2004 ΝΟΜΟΣ) είναι η άποψη που απορρίπτει το καταψηφιστικό αίτημα για διακοπή της απεργίας και παράλειψη της στο μέλλον. Βασικό επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής είναι το ότι μια τόσο αυστηρή κύρωση κατά της παράνομης απεργίας θα έπρεπε να έχει προβλεφθεί ρητά από τον νομοθέτη, πέραν του ότι το δίκαιο μας δεν αναγνωρίζει μια γενική αξίωση για παράλειψη (βλ. Μπέη, ό.π., σελ. 82 επ., Καζάκου, ό.π., σελ. 458 επ.). Εφόσον δεν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη για τη δικαστική διακοπή της, δεν είναι δυνατό να συναχθεί το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή ότι υπάρχει μια τέτοια δυνατότητα με argumentum a contrario ερμηνεία. Στην περίπτωση ενός συνταγματικού δικαιώματος, όπως είναι η απεργία, δεν χωρεί αναλογική εφαρμογή διατάξεων του Α.Κ., όπως εκείνων π.χ. που αφορούν τη νομή. Τούτο δε, καθώς θα εξομοιώνονταν αξιολογικά «περιπτώσεις παράνομων ενεργειών με ανομοιογενή προέλευση, φύση και τελολογία» (βλ. Τραυλού - Τζανετάτου, Απεργία και ασφαλιστικά μέτρα, 1981, σελ. 38, ομοίως Δαβερώνα, σελ. 240 επ.). Πολύ δε περισσότερο δεν χωρεί αναλογική εφαρμογή τέτοιων διατάξεων, αφού, σύμφωνα με τη συνταγματική απαγόρευση της αναγκαστικής εργασίας (άρθρο 22 παρ. 4), δεν χωρεί ούτε έμμεση εκτέλεση της καταψηφιστικής απόφασης, δηλαδή η καταδίκη του εργαζομένου σε χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση προς εξαναγκασμό του για εργασία (βλ. ήδη Μ.Πρ.ΑΘ. 3729/1979 Ε.Εργ.Δ 38, 720, επίσης Τραυλού - Τζανετάτου, Η απαγόρευση της απεργίας ως ασφαλιστικό μέτρο, Δίκη 10 (1979), 734 επ., Καζάκου, ό.π., σελ. 459). Άλλωστε, και σε επίπεδο λογικών επιχειρημάτων πειστικότερο είναι το argumentum a minore ad majus, συμφωνά με το οποίο η απαγόρευση του ελάσσονος (της απεργίας με ασφαλιστικά μέτρα) δεν μπορεί παρά να σημαίνει και απαγόρευση του μείζονος (οριστική διακοπή της απεργίας, βλ. Ντάσιου, ό.π., σελ. 1153 επ.). Το argumentum a contrario (επιχείρημα εξ αντιδιαστολής), που οδηγεί σε αντίθετη θέση, δεν πείθει, Γιατί από τη σιωπή του νόμου δεν είναι δυνατή η άντληση περιορισμού, και μάλιστα δραστικότατου, ενός δικαιώματος και δη συνταγματικού. Αντίθετα, ως απότοκος της θεμελιακής αρχής της προστασίας του εργαζομένου, εφαρμοστέος είναι ο ερμηνευτικός κανόνας «εν αμφιβολία επιλέγεται η ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο ερμηνεία» (βλ. Καζάκου, ό.π., σελ. 46 επ., Τραυλού-Τζανετάτου, Η μετασυμβατική απαγόρευση του ανταγωνισμού στο εργατικό δίκαιο, 2005, σελ. 90 επ.). Άλλωστε ο κανόνας αυτός συνάδει προς τη βασική αρχή in dubio pro libertate που διέπει το σύστημα περιορισμών των συνταγματικών δικαιωμάτων (βλ. σχετικά Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Γ', Θεμελιώδη Δικαιώματα, 1988, σελ. 245 επ., Σπυρόπουλου, Συνταγματικό Δίκαιο, 2005, σελ. 162 επ.). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το επιχείρημα αυτό, σύμφωνα με το οποίο, αφού μια περίπτωση ρυθμίζεται από ορισμένο κανόνα δικαίου, η αντίθετη της αποκλείεται να υπάγεται στη ρύθμιση αυτή αλλά ισχύει γι' αυτήν η αντίθετη ρύθμιση (δηλαδή επιτάσσει την ανόμοια ρύθμιση ανόμοιων περιπτώσεων), θεωρείται ως το «πιο ανασφαλές», καθώς μπορεί να οδηγήσει σε μη ορθά αποτελέσματα (βλ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 1997, σελ. 55). Η επιβαλλόμενη τελολογική προσέγγιση της επίμαχης διάταξης του άρθρου 22 παρ. 3, εντασσόμενη στο όλο σύστημα προστασίας του δικαιώματος απεργίας του Ν. 1264/1982, επιβάλλει την απόρριψη ενός τόσο δραστικού -και προβληματικού από συνταγματική σκοπιά- περιορισμού του δικαιώματος απεργίας, πολύ δε περισσότερο όταν ο παράνομος χαρακτήρας της αποδίδεται στην καταχρηστική άσκηση της, δηλαδή σε μια δυσχερή, αμφίρροπη και στασιαζόμενη νομικά από πλευράς δογματικής θεμελίωσης της κρίση (βλ. για το θέμα αυτό μεταξύ άλλων Τραυλού-Τζανετάτου, Απεργία και ασφαλιστικά μέτρα, σελ. 22 επ., Καζάκου, ό.π., σελ. 422 επ., Δαβερώνα, σελ. 135 επ.). Η άποψη αυτή εντάσσεται, εξάλλου, στο τεκμήριο της νομιμότητας, βάσει του οποίου η συγγνωστή νομική πλάνη καλύπτει τους απεργούς μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης. Η θέση αυτή του Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Ολ.Α.Π 27/2004 ο.π.) προϋποθέτει προφανώς λογικά και τελολογικά-αξιολογικά ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο μόνο σε αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα της απεργίας μπορεί να αχθεί. Διαφορετικά, θα εστερείτο πρακτικής σημασίας η επέκταση του τεκμηρίου της νομιμότητας μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης (βλ. σχετικά Τραυλού -Τζανετάτου, Ε.Εργ.Δ 63, 1078, Δαβερώνα, ό.π., σελ. 342, Καζάκου, ό.π., σελ. 460, κριτικά έναντι της απόφασης του Α.Π. Λεβέντης, ό.π., σελ. 805 επ.). Πρέπει δε να επισημανθεί ότι η υιοθέτηση της κρατούσας στη νομολογία άποψη έχει ουσιαστικά οδηγήσει σε πανηγυρική επαναφορά των ασφαλιστικών μέτρων, παρά την ρητή απαγόρευση τους από τον Ν. 1264/1982, με αποτέλεσμα την ανατροπή του όλου συστήματος θεσμικής οργάνωσης και προστασίας του δικαιώματος απεργίας, το οποίο έχει καταστεί «το πιο κακοποιημένο δικαίωμα» (βλ. για τη θέση αυτή Καζάκου, ό.π., σελ. 459 επ., κριτικά επίσης Ρήγος, Η δικαστική μεταχείριση της απεργίας, Δίκη 42 (2006), 165 επ., 167). Τέλος, η υιοθετούμενη από το παρόν δικαστήριο άποψη ισχύει ά ίοΓίίοπ για την περίπτωση μελλοντικής απαγόρευσης της απεργίας (βλ. αντί άλλων Καζάκου, σελ. 461 επ., Δαβερωνα, σελ. 243 επ.). Περαιτέρω, σχετικά με τα αιτήματα της απεργίας ιδίως σε συνάρτηση με την επιχειρηματική ελευθερία πρέπει να λεχθούν τα εξής. Η απεργία δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι μέσο για την επίτευξη στόχων. Για τον λόγο αυτό απεργία χωρίς στόχους (αιτήματα), και μάλιστα συγκεκριμένους, δεν είναι νόμιμη. Βέβαια η απεργία δεν μπορεί να επιδιώκει οποιουσδήποτε στόχους. Ο στόχος πρέπει να είναι νόμιμος. Παράνομα αιτήματα καθιστούν παράνομη και την απεργία. Το παράνομο του αιτήματος μπορεί να προκύπτει από την αντίθεση του είτε σε συνταγματικές διατάξεις είτε σε διατάξεις του κοινού δικαίου. Καθορίζοντας ο συνταγματικός νομοθέτης τον σκοπό του δικαιώματος της απεργίας (άρθρο 23 παρ. 2 Σ.), καθορίζει συγχρόνως και το πλαίσιο εντός του οποίου μπορούν να κινούνται τα απεργιακά αιτήματα. Έτσι, απεργία που έχει άλλους, πέρα από τη διαφύλαξη και την προαγωγή των εργασιακών συμφερόντων, στόχους δεν είναι νόμιμη. Τα εργασιακά συμφέροντα προσδιορίζουν το πεδίο δράσης εντός του οποίου οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορούν να αξιώνουν την παρεχόμενη σε αυτές από το Σύνταγμα ιδιαίτερη προστασία. Για ζητήματα που βρίσκονται εκτός του πεδίου των εργασιακών συμφερόντων δεν αναγνωρίζεται στις συνδικαλιστικές οργανώσεις αρμοδιότητα για τη ρύθμιση τους, και φυσικά η προσφυγή στην απεργία για τη ρύθμιση των ζητημάτων αυτών δεν είναι νόμιμη. Πέρα βέβαια από το άρθρο του Συντάγματος που καθορίζει τον σκοπό του δικαιώματος της απεργίας, και άλλες διατάξεις του καθώς και διατάξεις του κοινού δικαίου, με την προϋπόθεση ότι αυτές είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα, θέτουν όρια στο απεργιακό δικαίωμα ως προς τα αιτήματα του. Ένας άλλος περιορισμός ως προς τα αιτήματα της απεργίας προκύπτει από το ότι η απεργία αναγνωρίζεται ως μέσο επίλυσης συλλογικών διαφορών εργασίας. Η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας αποβλέπει στη διαφύλαξη και την προαγωγή συλλογικών συμφερόντων των εργαζομένων. Αντικείμενο της απεργίας είναι η επίλυση συλλογικών και όχι ατομικών διαφορών. Έτσι δεν είναι νόμιμη η απεργία για την αύξηση των αποδοχών ή τη βελτίωση των όρων εργασίας συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων μισθωτών, με αποτέλεσμα να προκύψουν εξατομικευμένες ρυθμίσεις για συγκεκριμένο ή συγκεκριμένους μισθωτούς. Εάν βέβαια κάτω από μια ατομική διαφορά υποκρύπτεται νόμιμο συλλογικό συμφερόντων εργαζομένων, είναι δυνατόν αυτή να αποτελέσει αντικείμενο απεργίας. Έτσι θεωρείται νόμιμη η απεργία που έχει ως αίτημα την επαναπρόσληψη συγκεκριμένων μισθωτών που απολύθηκαν λόγω της συνδικαλιστικής τους δράσης, γιατί εδώ προέχει η διασφάλιση της συνδικαλιστικής δράσης, δηλαδή η προάσπιση συνδικαλιστικών συμφερόντων. Στα συνδικαλιστικά συμφέροντα ρητά αναφέρεται και ο Ν. 1264 1982, ο οποίος με το άρθρο 19 παρ. 1, προς αποφυγή αμφισβητήσεων για την ευρύτητα των προς προάσπιση συμφερόντων ορίζει ότι στους νόμιμους στόχους της απεργίας ανήκουν, εκτός των άλλων, και η διαφύλαξη και η προαγωγή των συνδικαλιστικών συμφερόντων. Αναμφίβολα, νόμιμα απεργιακά αιτήματα αποτελούν αιτήματα που άμεσα συνδέονται με τους όρους κάτω από τους οποίους λειτουργεί η σχέση εξαρτημένης εργασίας, όπως είναι η αμοιβή, ο χρόνος εργασίας, οι όροι υγιεινής και ασφάλειας κ.ά. Όσο όμως περισσότερο τα απεργιακά αιτήματα απομακρύνονται από τη ρύθμιση των όρων παροχής της εργασίας και θίγουν ζητήματα που άπτονται της ακολουθούμενης από τον εργοδότη επιει-ρηματικής πολιτικής, τόσο αυξάνονται και οι αμφισβητήσεις ως προς τη νομιμότητα της απεργίας. Έτσι, αμφισβητείται αν είναι νόμιμο απεργιακό αίτημα που στρέφε-νται εναντίον επιχειρηματικών αποφάσεων του εργοδότη, όπως είναι η απόφαση για απόλυση μέρους του προσωπικού, η απόφαση για κλείσιμο της επιχείρησης ή για τη μετεγκατάσταση της σε άλλη χώρα φθηνού εργατικού κόστους. Γίνεται ευρέως δεκτό ότι ζητήματα επιχειρηματικής πολιτικής δεν μπορούν να αποτελέσουν νόμιμο απεργιακό αίτημα (Λεβέντης, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, σελ. 778-779, ο ίδιος, Ε.Εργ.Δ 2011. 638. Παπασταύρου, Απεργία, 2002, σελ. 137. Αντίθετα Καζάκος, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2Α έκδ., 2011. σελ. 404. ο ίδιος. Ε.Εργ.Δ 2011, 628.). Γενικότερα, δεν αποτελεί νόμιμο αίτημα απεργίας ο περιορισμός των εξουσιών του εργοδότη που προκύπτει από το διευθυντικό του δικαίωμα. Όπως επισημαίνεται είναι παράνομο κάθε απεργιακό αίτημα, όταν αφορά σε θέματα που ανήκουν στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, το οποίο απορρέει από τη διάταξη Α.Κ. 652 και συνίσταται στην άσκηση της από τη φύση και την έννοια της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης επιβαλλόμενης και αναγκαίας εξουσίας για την οργάνωση, τη διαμόρφωση και τη διεύθυνση της. Κατά συνέπεια είναι παράνομο κάθε απεργιακό αίτημα που αφορά στην επιχειρηματική πολιτική τον εργοδότη, στον επιχειρηματικό κίνδυνο και στην οργανωτική δομή της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, χωρίς να έχει άμεση σχέση με τα εργασιακά συμφέροντα του προσωπικού, όπως π.χ. όταν αξιώνεται η μεταβολή του είδους της επιχείρησης, η παραγωγή νέων προϊόντων ή η κατάργηση παραγόμενων ή η αλλαγή βιομηχανικών ή τεχνικών μεθόδων. Ετσι γίνεται δεκτό ότι στον πυρήνα της επιχειρηματικής και επαγγελματικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ.) ανήκει ένας ελάχιστος εύλογος χώρος, ο οποίος επιτρέπει στον επιχειρηματία να αναπτύσσει την επιχειρηματική του πρωτοβουλία και να λαμβάνει τις αναγκαίες προς τούτο αποφάσεις, προ παντός να αποφασίζει την ίδρυση, επέκταση, διακοπή, περιορισμό λειτουργίας, επαναλειτουργία, οργανωτική δομή, αναδιάρθρωση κ.ο.κ. της επιχείρησης. Περιορισμός του ελαχίστου αυτού χώρου διά της ασκήσεως του δικαιώματος της απεργίας δεν είναι κατ' αρχήν νόμιμος (Εφ.Πειρ. 258/2008 ΔΕΝ 2008, 637). Στο σημείο αυτό όμως δημιουργούνται ορισμένες επιφυλάξεις που εντοπίζονται στην οριοθέτηση του ελάχιστου αυτού εύλογου χώρου, του «πυρήνα» της επιχειρηματικής ελευθερίας. Η παραπάνω άποψη προσδιορίζει τον ελάχιστο εύλογο χώρο, εντός του οποίου ο εργοδότης υπό την ιδιότητα του ως επιχειρηματία μπορεί να λαμβάνει τις αποφάσεις του ελεύθερα χωρίς πιέσεις από τρίτους και ο οποίος δεν επιτρέπεται να θιγεί με την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, χωρίς προηγουμένως να έχει προβεί στην επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα στάθμιση με επίσης συνταγματικά προστατευόμενες έννομες θέσεις των εργαζομένων, με συνέπεια να οδηγείται σε περιορισμούς της συλλογικής αυτονομίας και ειδικότερα της απεργίας ασυμβίβαστους με τη λειτουργία και την αποστολή που επιφυλάσσει σε αυτές η συνταγματική έννομη τάξη. Με το να εντάσσονται όμως όλα συλλήβδην τα ζητήματα επιχειρηματικής πολιτικής σε έναν χώρο όπου η επιχειρηματική ελευθερία του εργοδότη δεν επιτρέπεται να θιγεί και να θεωρείται αυτόματα ο απεργιακός αγώνας για τα ζητήματα αυτά παράνομος, οδηγούμαστε σε έναν φαύλο κύκλο (Ζερδελής, Επιχειρηματική πολιτική και απεργία, Ε.Εργ.Δ, 2012.65 επ.). Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή εκθέτει ότι οι 24ω-ρες απεργίες που εξήγγειλε το Δ.Σ. της εναγομένης είναι παράνομες διότι, ενώ η ίδια είναι επιχείρηση κοινής ωφέλειας, η εναγομένη δεν της γνωστοποίησε νόμιμα κανένα αίτημα της τέσσερις ημέρες πριν από την πραγματοποίηση των εξαγγελλόμενων στάσεων, ούτε διέθεσε προσωπικό ασφαλείας των εγκαταστάσεων της ενάγουσας, καθώς και προσωπικό για την αντιμετώπιση των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, αλλά και διότι είναι καταχρηστικές για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της αγωγής λόγους, που συνίστανται στην πρόδηλη δυσαναλογία μεταξύ της ζημίας της δικής της (ενάγουσας) και του κοινωνικού συνόλου αφενός και της ωφέλειας των εργαζομένων αφετέρου από την πραγματοποίηση τους. Μετά από αυτά, και αφού νομότυπα παραιτήθηκε του αιτήματος περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής ζητεί, να αναγνωριστεί ότι οι ως άνω επαναλαμβανόμενες 24ωρεςαπεργίες που εξαγγέλθηκαν από το Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης είναι παράνομες, να απαγορευθεί η πραγματοποίηση τους, καθώς και οποιωνδήποτε άλλων στο μέλλον με τα ίδια αιτήματα και να της χορηγηθεί άδεια επίδοσης της απόφασης και μετά την 7η νυκτερινή ώρα. Η αγωγή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση στο δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπον (άρθρο 22 παρ. 4 του Ν. 1264/1982), κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. Κ,Πολ.Δ). Είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 2, 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 19 παρ. 2, 20 παρ. 2 και 21 παρ. 1, 2,3 και 4 του Ν. 1264/1982, όπως τροποποιήθηκαν με τον Ν. 1915/1990 και τον Ν. 2224/1994, 281 Α.Κ., 68 και 70 του Κ,Πολ.Δ, ως προς το αναγνωριστικό αίτημα αυτής και είναι παράνομη ως προς την μελλοντική απαγόρευση απεργιακών κινητοποιήσεων εκ μέρους των εναγομένων με τα ίδια αιτήματα.
Παράλληλα, κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης η ενάγουσα νομίμως κατ' άρθρο 682 παρ. 2 Κ,Πολ.Δ υπέβαλε προφορικά αίτηση για λήψη ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα την παύση των απεργιακών κινητοποιήσεων έως της εκδόσεως αμετάκλητης απόφασης επί της υπό κρίση αγωγής. Η αίτηση αυτή περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη αφενός λόγω των όσων μνημονεύτηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε αφετέρου λόγω και της ρητής απαγορευτικής διάταξης του άρθρου 22 παρ. 3 του Ν. 1264/1982. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια στα εμμετικά greeklish θα διαγράφονται αυτοστιγμή! Επίσης, σχόλια υβριστικά δε θα δημοσιεύονται.